ἁπλωμένος

ἁπλωμένος
ἁ̱πλωμένος , ἁπλόω
make single
perf part mp masc nom sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …   Dictionary of Greek

  • έκχυτος — η, ο (AM ἔκχυτος, ον) 1. ο χυμένος έξω, εκτεταμένος, ξαπλωμένος, πολύ απλωμένος, χυτός, διάχυτος 2. φρ. α. «έκχυτος κόμη» πολύ απλωμένα, ξεχυμένα μαλλιά β. «έκχυτος γέλως» υπερβολικό, διάχυτο, άμετρο γέλιο γ. γεωλ. «έκχυτα πετρώματα» κατηγορία… …   Dictionary of Greek

  • ανάρριχτος — η, ο 1. ριχτός επάνω, απλωμένος στην πλάτη 2. αυτός που δεν ρίχτηκε, δεν εξαπολύθηκε …   Dictionary of Greek

  • αναπεπταμένος — η, ο (Α ἀναπεπταμένος, η, ον) [ἀναπετάννυμι] (κυρίως για επιφάνεια εδάφους, θάλασσας κ.λπ.) αυτός που δεν περιορίζεται από τίποτε, ανοικτός, απλωμένος, διάπλατος, απεριόριστος νεοελλ. 1. για μέρη που είναι εκτεθειμένα στους ανέμους, που δεν… …   Dictionary of Greek

  • αναρριχτός — ή, ό ελαφρά ριγμένος ή απλωμένος επάνω ή πίσω …   Dictionary of Greek

  • απλωτός — ή, ό 1. απλωμένος, εκτεταμένος 2. (για άνθρωπο) ξαπλωμένος …   Dictionary of Greek

  • διαπετής — διαπετής, ές (Α) απλωμένος, ανοιχτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + πετής < πέτομαι*] …   Dictionary of Greek

  • εξαπλωτός — και ξαπλωτός, ή, ό (Μ ἐξαπλωτός και ξαπλωτός, ή, όν) [εξαπλώνω] 1. απλωμένος, ξαπλωμένος 2. (για νεκρούς) ξαπλωμένος στη γη, ριγμένος καταγής («κορμιά εθώριες ξαπλωτά», Τζάν. Κρητ. πόλ.) …   Dictionary of Greek

  • κατάσπαρτος — η, ο [κατασπείρω] 1. αυτός που είναι σπαρμένος σε όλη του την έκταση 2. αυτός που είναι σκορπισμένος, απλωμένος παντού …   Dictionary of Greek

  • μακρόσυρτος — η, ο 1. (για λόγο, ομιλία κ.λπ.) αυτός που έχει μεγάλη διάρκεια ή που είναι απλωμένος σε έκταση 2. (για άσμα, μουσική, μελωδία, φωνή κ.λπ.) αυτός που έχει αργό, νωχελικό ρυθμό («μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα, πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”